βροχερός
Grèc
Etimologia
Derivat de βροχή ("pluèja").
Prononciacion
[vroçe'ros]
Sillabas
βρο | χε | ρός (3)
Adjectiu
βροχερός masculin, pl. βροχεροί
Derivat de βροχή ("pluèja").
[vroçe'ros]
βρο | χε | ρός (3)
βροχερός masculin, pl. βροχεροί