δημοσιογραφικός
Grèc
Etimologia
Derivat de δημοσιογραφία ("jornalisme").
Prononciacion
[ðimo̞sjo̞ɣrafi'ko̞s]
Sillabas
δη | μο | σιο | γρα | φι | κός (6)
Adjectiu
δημοσιογραφικός masculin, pl. δημοσιογραφική
Derivat de δημοσιογραφία ("jornalisme").
[ðimo̞sjo̞ɣrafi'ko̞s]
δη | μο | σιο | γρα | φι | κός (6)
δημοσιογραφικός masculin, pl. δημοσιογραφική