διάβασμα
Grèc
Etimologia
Derivat de διαβάζω ("legir").
Prononciacion
['ðʝavazma]
Sillabas
διά | βασ | μα (3)
Nom comun
διάβασμα neutre, pl. διαβάσματα
Derivat de διαβάζω ("legir").
['ðʝavazma]
διά | βασ | μα (3)
διάβασμα neutre, pl. διαβάσματα