ισλανδικός
Grèc
Etimologia
Bastit a partir del nom Ισλανδία ("Islàndia").
Prononciacion
[izlandi'kos]
Sillabas
ισ | λαν | δι | κός (4)
Adjectiu
ισλανδικός masculin, pl. ισλανδικόί
Bastit a partir del nom Ισλανδία ("Islàndia").
[izlandi'kos]
ισ | λαν | δι | κός (4)
ισλανδικός masculin, pl. ισλανδικόί