νορβηγικός
Grèc
Etimologia
Bastit a partir de Νορβηγία ("Norvègia").
Prononciacion
[norviʝi'kos]
Sillabas
νορ | βη | γι | κός (4)
Adjectiu
νορβηγικός masculin, pl. νορβηγικοί
Bastit a partir de Νορβηγία ("Norvègia").
[norviʝi'kos]
νορ | βη | γι | κός (4)
νορβηγικός masculin, pl. νορβηγικοί